Του Βλάσση Κοκκώνη
Στο νησι των πειρατών
θ’ ανταμώσουμε λοιπόν
ίδιοι αθωοι κι’ ιδιοι φταίχτες
σαν αντικριστοί καθρέφτες
(Αλκης Αλκαίος)
Ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου και κοινωνικής θέσης, κάποιος πάντα θα βρίσκεται δίπλα μας γιά να μας επιστήσει τη προσοχή στα προσωπικά μας ελαττώματα, σε κάποιο λανθασμένο τρόπο προσέγγυσης ενός προβλήματος της καθημερινότητας και ίσως, ως αναστροφής κίνητρο, καταφέρει να τροχιοδρομήσει την περαιτέρω πορεία μας. Ως άνθρωποι του λόγου επίσης, αντλούμε βοήθειες και κρίνουμε εαυτούς με βάση κείμενα, βιβλία και άλλα εκδοτικά συγγράματα που διαβάζουμε. Αν δεν έχουμε μία τέτοια τύχη, η φωνή της συνείδησης μπορεί να αποδειχθεί ο δέων υπαινιγμός σε μία αβέβαιη ως λανθάνουσα πορεία συγκριτικά με τους έναντι που διάγουν τα βέλτιστα ή έχουν πετύχει πλείστα και αυτό μόνο το γεγονός είναι αρκετό γιά να μας προτρέψει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα τους. Ανελλιπώς και γιά πάντα, η πεπατημένη των πολλών νεύει να την ακολουθήσουμε, εν μέσω μίας βλάστησης υποδειγματικών κανόνων και συμβατικοτήτων που στενεύουν την οπτική μας γωνία και κάνουν κάποια άλλα γοητευτικά και αδιάβατα μονοπάτια να φαντάζουν σκοτεινά, απρόσιτα και επικίνδυνα.
Η αλήθεια είναι, ότι συνήθως κάποιο κέρδος απορρέει από την οποιαδήποτε γνώμη και άποψη των άλλων. Ο Αμερικανός φιλόσοφος και ψυχολόγος Τζών Ντιούϊ έλεγε ότι: «Η τύχη, καλή ή κακή, είναι πάντα μαζί μας. Αλλά έχει κάποιο τρόπο να ευνοεί τον ευφυή και να γυρίζει τη πλάτη στον ανόητο.» Οταν όμως πάρουμε την απόφαση να αγνοήσουμε – πάντα μέσα στο πλαίσιο κάποιας λογικής – τον συμβατικό κόσμο, τότε αναπηδά το ερώτημα: πόση νοημοσύνη μπορεί να κρύβει μία τέτοια απόφαση εξ’ αιτίας του αντικομφορμιστικού της πνεύματος; Αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρωπους της Τέχνης, που συνήθως ανοίγουν ένα δικό τους δρόμο ή ακολουθούν κάποια λιγοστά και αφανή εν δυνάμει περάσματα κοινωνικής αποδοχής και αναγνώρισης. Η ειρωνία είναι ότι, οι άνθρωποι τέτοιων ακρασφαλών αποφάσεων, φθάνουν σε αυτό το σημείο από μία εσωτερική ανάγκη γιά καλύτερη και πιό ποιοτική ζωή. Μετά από αυτό και σε επιπλέον αναζήτηση, ας υποθέσουμε ότι αποφασίζουμε να μη δώσουμε πλέον καμία σημασία στη πληθώρα των έντυπων, συμβουλευτικών οδηγών, που γεμίζουν τα ράφια των φαρμακείων, υπερπαντοπωλείων (τουλάχιστον στη Β. Αμερική) και βιβλιοπωλείων και που τα εξώφυλλα τους διατείνονται πως έχουν το μυστικό της προσωπικής επιτυχίας και ευτυχίας. Ας υποθέσουμε πως απορρίπτουμε κάθε ιδεολογικό – φιλοσοφικό δόγμα και τρόπο ζωής. Αν υποθέσουμε ακόμη ότι έχουμε ξεπεράσει τη μυστικιστική γοητεία των θρησκευτικών δοξασιών σε Ανατολή και Δύση. Τότε, απομένει κάτι θεμιτό και φίλιο γιά να στηρίξει και να δώσει νόημα στη σύντομη και ταλαίπωρη, πολλές φορές, ζωή μας πάνω στον πλανήτη;
Δεν νομίζω πως υπάρχει μία και μοναδική απάντηση γιά να δώσει τέλος σε όλες τις πρότερες διαπιστώσεις. Σίγουρα όμως υπάρχει ένα πλήθος αστερισμών και πιθανοτήτων ενόργανης και ευφυούς ζωής που δεσπόζουν πάνω και πέρα από τον ορίζοντα. Αλλοι το βλέπουν σαν απειλή και άλλοι σαν ευκαιρία. Ενας παρόμοιος ουράνιος ορίζοντας έχει σχηματιστεί και υπάρχει από περασμένους και τωρινούς αστέρες του λόγου και άλλων καλών τεχνών. Ορισμένοι από αυτούς δεν απολαμβάνουν της γιγαντιαίας εκτίμησης που χαίρουν άλλοι. Η σκιά τους, πάνω στους κανόνες που καθορίζουν το είδος, είναι ασήμαντη ως ανύπαρκτη εξ’ αιτίας ενός περιορισμένου μεγέθους έργου που άφησαν πίσω ή μίας θεματολογίας συστημικά ή ηθικολογικά ασύμφορης. Το έργο κάποιων άλλων επίσης λογοτεχνικών μορφών μπορεί να είναι αμφιλεγόμενο και δύσκολο προς αφομοίωση και διδακτικό περιεχόμενο. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Εντγκαρ Αλλαν Πόε με διάφορα αλλόκοτα περιστατικά στη προσωπική του ζωή που σίγουρα επέδρασαν και διαμόρφωσαν το ύφος και τη θεματολογία του έργου του. Γιά παράδειγμα, έχουμε το ιστορικά τεκμηριωμένο περιστατικό που τον θέλει σαγηνευμένο από τη μητέρα ενός παιδικού φίλου του, την Ελεν Στανναρντ. Μετά τον απροσδόκητο και ξαφνικό θάνατο της γυναίκας, ο ανήλικος ακόμη Πόε αποφάσισε να κάνει κάτι εντελώς εξωφρενικό. Περνούσε ατελείωτες ώρες πάνω από τον τάφο εκείνης. Μες τη συντριβή του, πίστευε πως έτσι της κρατούσε συντροφιά. Το ίδιο έκανε και ο, συγχρονος του Πόε, Ουγγαρέζος ποιητής Πετοφι πάνω από τον τάφο της πολυαγαπημένης του Ετελκα. Αυτή η …ανόητη στάση και εμπειρία θα στιγμάτιζε το υπόλοιπο της ζωής του Πόε πέρα απο κάθε άλλη συμβατική νοημοσύνη. Πολλά χρόνια αργότερα και σε επιστέγασμα όλων αυτών, θα έδινε το ποίημα Λενόρ και σε συνέχεια αυτού, Το Κοράκι .
Το Κοράκι είναι ένα από τα πιό αντιπροσωπευτικά και υπέροχα ποιήματα του Πόε. Είναι ένα έργο που μοιάζει να ρέει απερίσπαστα και μελωδικά, αλλά ο χειρισμός και η τοποθέτηση των διάφορων σχημάτων λόγου γίνεται κατά τέτοιο τρόπο μέσα σε αυτό που τα σημαίνοντα παίρνουν μορφή σιβυλλική και δυσνόητη. Είναι ένα ποίημα – κανόνας γιά τη σκοτεινή και απαισιόδοξη σχολή γραφής. Κάποιοι από εσάς ίσως έχουν γνώση του ποιήματος στη πρωταρχική γλώσσα ή από μετάφραση. Ενας κουρασμένος και ξενύχτης αφηγητής λόγιος είναι αποκαμωμένος από τη μελέτη και τα συναισθήματα θλίψης γιά την απώλεια της αγαπημένης του Λενόρ. Στη προσπάθεια που κάνει γιά να αντιμετωπίσει το γεγονός του θανάτου και να ανακτήσει την αισιοδοξία του, έχει καταφύγει στη «παλιά γνώση» ενός βιβλίου όπως και σε άλλα πριν από αυτό. Η φυσική, ψυχολογική του κατάσταση, η κούραση και το επισφαλές θρόϊσμα της κάθε «μωβ κουρτίνας» τον γεμίζουν με «φανταστικούς τρόμους που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν». Αυτή η κατάσταση σαφώς παραπέμπει σε παράδειγμα ανθρώπου στο χείλος του παραλογισμού. Ο αναγνώστης δεν είναι σίγουρος αν όλα αυτά συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο των αισθήσεων ή απλώς αποτελούν εκδηλώσεις κάποιας υπερβολικής φαντασίας υπό τη πίεση των υφισταμενων συνθηκών. Η πιθανότητα της παραίσθησης παρουσιάζεται ακόμη πιό δυνατή όταν, προσπαθώντας να αποκριθεί στον «απαλό κτύπο» και όντως κυριευμένος από «απορία, δέος, αμφιβολία» και μία καθ’ όλα «ονειρική αίσθηση» ανοίγει τη πόρτα και «ψιθυρίζει» το όνομα της ήδη εκλιπούσας Λενόρ. Καθώς αναπτύσσεται η δομή του ποιήματος, πάντα μέσα στην ίδια καταπληκτική και δεξιότεχνα απόκοσμη ατμόσφαιρα που ο Πόε οικοδομεί από τη μία στροφή στην επόμενη, ο ήρωας αρχίζει εντός και εκτός νού να έρχεται πρόσωπο – πρόσωπο με το μυστήριο του φθαρτού κόσμου. Η «μεγαλοπρέπεια» και η κυριότητα του επισκέπτη – κορακιού είναι τέτοια που δεν λογαριάζει ούτε τη προτομή – σύμβολο της θεάς της σοφίας και γνώσης Αθηνάς «Παλλάδος». Η κάθε προσπάθεια του ήρωα, να έλθει σε κάποιο συμβιβασμό με το άχαρο και μελανόφτερο αυτό στρουθί, τον οδηγεί σε διάφορα μακάβρια συμπεράσματα και άκαρπες επικλήσεις γύρω από τη παράξενη και απροσδόκητη, νυχτερινή επίσκεψη του. Συσχετίζει το κοράκι με το βασίλειο του Πλούτωνα. Το παρομοιάζει με τη πρόσκαιρη παρουσία παλιών «φίλων και Ελπίδων που έχουν πετάξει μακριά πιό πριν». Του προσδίδει ψιττακιστικές ικανότητες, λόγω της εκνευριστικά επαναλαμβανόμενης μονολεκτικής απόκρισης του πουλιού, που μοιάζει σαν να είναι αποτυπωμένη από κάποιον απελπισμένο, πρώην ιδιοκτήτη του που, προφανώς, τον είχε βρεί μεγάλη συμφορά. Καταγράφει ένα στιγμιαίο όραμα με πρωταγωνιστή το ουράνιο Σεραφειμ, το «αόρατο» θυμιατό του και άλλους αγγελους σε ακολουθία. Μονολογεί και προσφέρει σαν αντίδοτο το ομηρικό, αντικαταθλιπτικό αφιόνι «νηπενθές» μήπως και έτσι καταφέρει να δώσει μία ανάπαυλα στη τυρρανική παρουσία του πουλιού και στις μνήμες της Λενόρ. Εν συνεχεία, αναγνωρίζει προφητική ιδιότητα πονηρού πνεύματος στο ανεπιθύμητο πτηνό. Αναρωτιέται και αναζητά το βάλσαμο της Εδέμ και παρ’ όλα αυτά, όλες οι εικασίες και παρακλήσεις μοιάζουν να μη βρίσκουν κατάλληλη ανταπόκριση. Η ίδια μόνο επίμονη και απαράλλαχτα μονότονη απάντηση, σαν αδυσώπητο και βασανιστικό ρεφραίν στο τέλος κάθε στροφής σχεδόν του ποιήματος, βγαίνει από το ράμφος του τρομακτικού πουλιου: «Ποτε πιά». Μία τετελεσμένα απαγορευτική φράση που μοιάζει με αιώνια κατάρα και δεν επιτρέπει στη ψυχή του ήρωα να δραπετεύσει μέσα από το φρικτό περίγραμμα της σκιάς που πέφτει στο δάπεδο και θυμίζει τάρταρο. Το ανυπόφορο άχθος της σκιάς τον καθηλώνει και τον συνθλίβει γιά πάντα στο έδαφος, στη γη, στη θνησιμότητα του πεζού και του τετριμμένου.
Οι διάφορες απόψεις συγκλίνουν πως η κεντρική ιδέα του ποιήματος είναι αυτή της αιώνιας αφοσίωσης με οποιοδήποτε κόστος συνεπάγεται. Σε αυτή τη βάση, το ποίημα ανήκει καθαρά στη ρομαντική σχολή του είδους και την εμμονή στην εξιδανίκευση μορφών και σχημάτων. Ας σημειωθεί πως η κάθε εξιδανίκευση μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά τόσο επί της ατομικής προόδου, όσο και επί της ελευθερίας ενός προσώπου. Πέραν τούτου, το ποίημα αποτελείται από 18 στροφές γραμμένες σε παραδοσιακό, τροχαϊκό οκτάμετρο. Ο τρόπος που αντλεί και στήνει τα λαϊκότροπα με τα κλασσικά στοιχεία δεν αφήνει καμία αμφιβολία γιά τη συγκρουσιακή ατμόσφαιρα που επικρατεί στο ποίημα. Η χρήση του κορακιού, ένα κατ’ εξοχήν ημερήσιο πτηνό, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου αλλά, παρ’ όλα αυτά, καταλαμβάνει θέση πάνω στη προτομή της Παλλάδος, δημιουργώντας έτσι μία κτυπητή αντίθεση σε σχέση με την κλασσικά αντιπροσωπευτικότερη, νυκτόβια γλαύκα της αρχαίας θεάς και γνώσης. Η επίγνωση του αλύτρωτου αισθήματος παραμερίζει κάθε διάθεση γιά ορθολογική ενασχόληση και έτσι το ποίημα καταφέρνει να αποκτήσει την απαιτούμενη αισθητική πνοή μακριά από οποιοδήποτε συμβατικό καθρέπτη της πραγματικότητας. Μοιάζει σαν να είναι ο μοναδικός τρόπος γιά να μπορέσει να βαπτιστεί στη κολυμπήθρα της Τέχνης.
Από ελληνική σκοπιά, τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Πόε εμφανίζονται συχνά και έντονα σε πολλούς ποιητές της γενιάς του μεσοπολέμου και ένας από αυτούς ήταν και ο σχετικά άγνωστος Εμμανουήλ Καίσαρ, ο οποίος έχαιρε εκτίμησης τόσο από τον μετέπειτα νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, όσο και από τον «ιδανικό και …πανάξιο εραστή…» του λόγου και της άλμης, Νίκο Καββαδία. Ο Καίσαρας φέρεται να είχε καταγωγή από τη Πάτρα αν και δεν έζησε ποτέ εκεί. Ηταν δεύτερος ξάδελφος του αχαιού ποιητή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου ή Ζαν Μορέα. Το βιογραφικό τον εμφανίζει σαν Ελληνα της διασποράς αφού εργάστηκε σε εκπαιδευτήρια αποδήμων σε Κύπρο, Αλεξάνδρεια, Κάϊρο και Ισμαηλία κατά τη περίοδο της δεκαετίας του 1950. Ο Εμμανουήλ Καίσαρ δεν ήταν από τους πολυγραφότερους ποιητές μας, αλλά αυτά τα λίγα που έγραψε και μετέφρασε (μόλις τέσσερεις ποιητικές συλλογές 1929 – 1951) κερδίζουν τη συμπάθεια και εκτίμηση μας, έστω και αν οι σύγχρονες κριτικές δεν είναι απόλυτα θετικές. Η λογοτεχνική μου περιέργεια τον ανακάλυψε από το Γράμμα Στον Ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Σε επακόλουθη ανάγνωση ορισμένων ποιημάτων του, αντιλήφθηκα μία συγγένεια με το νεοορομαντικό πνεύμα, αλλά και μία έφεση στις προσωπικές μου, αισθητικές επιλογές και εντυπώσεις.
Εκτός αυτών, ένας άλλος αλησμόνητος, ποιητικός, δραματικός μονολόγος, άξιος αναφοράς και συσχέτισης, θα πρέπει να είναι αυτός του Δούκα της Φερράρα στο ποίημα Η Τελευταία Μου Δούκισσα του Εγγλέζου ποιητή Ρόμπερτ Μπράουνινγκ. Εκεί, χρησιμοποιώντας ως μέσο μία προσωπογραφία, ο δούκας της Φερράρα βρίσκει ευκαιρία να εξάρει τον εαυτό του διά της μεθόδου προβολής των ελλατωμάτων της γυναίκας στον πίνακα. Ετσι, υποκαθιστά τόσο την αξία της Δούκισσας όσο και του έργου τέχνης. Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η τακτική του Φερράρα δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από σύγχρονους μεγαλοπατριώτες πολιτικούς και την εκτίμηση που δείχνουν απέναντι στον λαό που «υπηρετούν». Ας επανέλθουμε όμως στον Καίσαρα και στο ποίημα Ομιλεί Ενας Παρηκμασμένος Νέος, που είναι δοσμένο με σχετικά παρόμοιο τρόπο και όπως φαίνεται, ταιριάζει απόλυτα στις αντιφατικές περιόδους κάθε υπερθετικού πατριωτισμού και ανθρωπιστικής κρίσης. Τα στοιχεία της αναπόλησης και φθοράς είναι σαφή μέσα από τον καλοπλεγμένο ρυθμό των στίχων τουλάχιστον στο παρακάτω απόσπασμα.
…
Τώρα είναι χρόνια πια που λησμονήθηκε
και πέφτει της το χρώμα λέπια-λέπια,
τα μάτια όμως ακόμα που απομένουνε
δείχνουνε τη χρυσή, σβησμένη ακμή της.
κι εκεί που τα θωρείς, γλυκά κι ασάλευτα,
μέσα στη σιωπηλή εγκατάλειψή τους,
ωραία, για τη μοιραία φθορά τους, άξαφνα,
μαντεύεις μια βροχή μενεξεδένια…
Χωρίς καμία υπερβολική μεγαλοπρέπεια ή παρακλητικό τόνο, ο ποιητής δεν ηρωποιεί αλλά ούτε προσπαθεί να ανατρέψει το γεγονός της λησμονιάς που είναι καταδικασμένος ο τοιχογραφημένος αφηγητής του ποιήματος. Ως μέσο έκφρασης, το ποίημα δεν προσλαμβάνει χαρακτήρα ικεσίας αλλά εικασίας και έτσι, τελικά, κερδίζει τη μάχη με το χρόνο παρ’ όλες τις αδυσώπητες και ασυγκίνητες ιδιότητες του τελευταίου. Στο Κοράκι, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον αμήχανο και παρακλητικό τόνο του αφηγητή μέχρι τελικής πτώσεως. Στο ποίημα του Καίσαρα ανακαλύπτουμε κάτι πιό ευγενές: μία στωϊκή, γενναία εγκαρτέρηση και αδιαφορία. Στο τρίτο ποίημα, εκείνο του Μπράουνινγκ, ο αφηγητής προσπαθεί να φέρει τον εαυτό του στο επίκεντρο της προσοχής σε αντιδιαστολή με το έργο τέχνης – πορτραίτο της πρώην γυναίκας του και έτσι προδίδει τη χυδαιότητα του. Στο Ομιλεί Ενας Παρηκμασμένος Νέος, κάθε χυδαιότητα, που συνέβαλε στη σύνθεση ή φθορά της τοιχογραφίας, παραμερίζει εμπρός στην ανυποχώρητη ακμή του βλέμματος και στη προοπτική μιάς ζωογόνου «μενεξεδένιας βροχής». Το πιό σημαντικό είναι η υπάρξη ζωής, όχι αυτό που την περιορίζει ή την καταστρέφει.
Σε ένα άλλο ποίημα, Το Γαλάζιο Κιόσκι, ο Καίσαρ μας παραθέτει ένα από τα πιό οργανικά του έργα.
Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι.
Γύρω απ’ αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι
τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι
δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ’ ωριμασμένους ήλιους.
Το δείλι, όταν το σχήμα του βυθίζεται στους ίσκιους,
βρίσκουν εκεί καταφυγή φιλέρημα παιδιά,
που επάνω από τ’ αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου
αφήνουν βάρκες χάρτινες να φεύγουν σιωπηλά.
Εκεί το αγιόκλημα άλλοτε με την πολύοσμη κόμη
παλαιών εμύρωνε κυριών την ανθηρή ομιλία,
καθώς στο θάλπος των νυκτών του Αυγούστου η ωχρή σελήνη
στάλαζε φίλτρα ερωτικά από μια ανάερη κρήνη.
Τώρα το κιόσκι το παλιό με την εράσμια φρίζα
θρυμματισμένη απ’ τη σκληρή της χειμωνιάς αξίνη,
όταν οσιώνεται το φως το ακόλαστο της μέρας,
περνάει στη νύχτα παίρνοντας το μύρο απ’ την αιφνίδια
μελαγχολία των σιωπηλών, φιλέρημων εφήβων,
που με το δείλι χάνουνε τις βάρκες, τις ψυχές τους
επάνω από τ’ αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου.
Οι ανωτέρω παραστάσεις δεν είναι αποτέλεσμα στείρας αντιγραφής κάποιας γραφικής σκηνής που αδημονεί να κερδίσει εντυπώσεις και να πουλήσει εισιτήρια τουριστικής περιήγησης. Δεν παλεύει να γεμίσει τη στιγμή της ανάγνωσης με ενθύμια τύπου: τσολιαδάκια, κοχύλια, χάντρες γιά το βάσκανο και άλλα είδη λαϊκής, παραδοσιακής κοπής. Ο ποιητής γνωρίζει πως χρειάζεται κάτι βαθύτερο και πιό φυσικό, κάτι που να έχει τη δύναμη της παρέκκλισης από τις συνταγογραφήσεις της καθημερινότητας. Κάτι τόσο δυνατό που να μην κόβει απλά την ανάσα, αλλά να «χάνεται η ψυχή» ολάκερη εκεί. Ισως, μόνο «φιλέρημες» υπάρξεις μπορούν να νιώσουν τι ακριβώς εννοώ γύρω από τον συγκινησιακό χαρακτήρα του ποιήματος. Υπάρξεις χωρίς φόβους και έξω από συμβατικά, γεωγραφικά ή άλλα όρια οποιασδήποτε κοινωνικής αγέλης. Γιά να απελευθερώσουμε τους εαυτούς μας, θα πρέπει να τους δούμε όπως πραγματικά είναι: γυμνούς χωρίς προσχήματα, τίτλους, προκαταλήψεις, δολιότητες και άλλες τέτοιου είδους ευτέλειες. Βέβαια, γιά να τολμήσουμε μία υπέρβαση προς έναν τέτοιον ερωτισμό, αθωότητα και γαλάζια πατρίδα, προϋποθέτει κάποιες συνέπειες στον κατά τ’ άλλα εντελώς άμυρο και ίσως δύσοσμο βίο μας. Η αναγωγή κάθε αναποδιάς και προβλήματος της καθημερινότητας, σε πρωτίστης σημασίας γεγονός γιά τη ζωή, προκαλεί σοβαρή ψυχολογική βλάβη. Ουσιαστικά, γινόμαστε οικτρά γραφικοί στη προσπάθεια να μοιάσουμε ή να ξεπεράσουμε τους άλλους χωρίς να μας απασχολεί ποτέ αυτό που πραγματικά εμείς είμαστε!
Η αβεβαιότητα και οι τραυματικές εμπειρίες της πεζής καθημερινότητας συχνά μας οδηγούν σε απεγνωσμένες πράξεις και συμπεριφορές. Η ζωή είναι τόσο φευγαλέα και παρ’ όλες τις γενναίες ως θηριώδεις προσπάθειες μας, τίποτα δεν μπορεί να αναχαιτίσει ή να περιορίσει τη ροή της. Ο ήλιος θα συνεχίσει να χαράζει, να ωριμάζει και να πλαγιάζει μετά από κάθε δειλινό. Είμαστε τόσο παροδικοί, όσο οι πολιτικοί των οφιτσίων που μας μαυρίζουν τη ζωή γιά να βλέπουν τη δική τους γκρίζα. Είμαστε τόσο διαταραγμένοι πνευματικά από τον επιβεβλημένο τρόπο ζωής, που τυχόν «ανθηρές ομιλίες» αποτελούν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή ξένη γλώσσα άνευ περαιτέρω ανάγκης και φροντιστιριακής προσφοράς. Μπορεί να μην γνωρίζουμε καν τι είναι και πως μυρίζει το αγιόκλημα. Ενώ, αν κάτι ακόμη «αντιφέγγει» θα πρέπει να είναι μόνο η τηλεοπτική οθόνη μπροστά από τον καναπέ μας. Κάπως έτσι η ζωή δεν μοιάζει με φαρέτρα, αλλά καταντά φέρετρο. Η αθωότητα της χάρτινης βαρκούλας μετασχηματίζεται σε ένα απαίσιο φασματικό καράβι όπως στο ποίημα Νυχθ’ Υπό Λυγαίαν ή Νυχτερινή Φαντασίωση του ίδιου πάντα ποιητή στο παρακάτω απόσπασμα.
…
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
Ενα καράβι που θυμίζει και σκορπίζει όλεθρο! Ο ποιητής κατατρυχάται εδώ από μία πολύ τρομακτική φαντασίωση. Η κάθε ζοφερή και ερεβώδης τέτοια αναπαράσταση αντανακλά κάποια ανατριχιαστική πλευρά της ζωής. Αναφορικά, σκεφθείτε πόσα λυγαία και λυγρά περιστατικά έκαναν την εμφάνιση τους μέσα στον όρμο της προσωπικής σας ασφάλειας και ευτυχίας τα τελευταία μόνο χρόνια. Πόσα παιδιά θα δώσουν πρόωρο τέλος στο όνειρο που λέγεται παιδεία γιά όλους. Πόσες οικογένειες πρέπει να ζήσουν με το φάσμα ενός κρεμασμένου ή με άλλου τρόπου αυτόχειρα γιά το υπόλοιπο της ζωής τους. Πόσοι νόμοι και κανονισμοί σκόρπισαν μία θανατηφόρα σιωπή μέσα σε πολλά σπίτια και μικροεπιχειρήσεις. Πόσος φόβος και πόση ειρήνη συγκριτικά πλανιόνται μες τις γειτονιές όλου του κόσμου. Μεταξύ άλλων, το ποίημα του Καίσαρα καταγράφει πως αυτό το τρομακτικό φαινόμενο έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει το συμπαθητικό σε τερατώδες. Είναι σώμα ξένο με τον αισθητό, φυσικό κόσμο και ως τέτοιο δεν μπορεί να έχει συναίσθηση των πράξεων και ενεργειών που ορίζουν τον τελευταίο. Οπως το Κοράκι του Πόε, έτσι και το ανωτέρω άρμενο είναι αεικίνητο. Φυσικά, στο ποίημα του Καίσαρα, κινείται υπεράνω αλλά δεν συγκινείται από τα εγκόσμια. Είναι μία ανυπόφορη, γιά τον οργανικό κόσμο, πομπή που υπαινίσσεται και υπενθυμίζει μία …δίχως στάση… επικείμενη κοσμοκτονία.
Κάθε φορά που διαβάζα το παραπάνω ποίημα του Εμμανουήλ Καίσαρα, η σκέψη μου έτρεχε πάντα πίσω στα κλασσικά αφηγήματα Η Καρδιά Του Σκότους και Τα Χιόνια Του Κιλιμαντζάρο από τους Τζόζεφ Κόνραντ και Ερνεστ Χεμινγουεϊ αντίστοιχα. Αφηγήματα που περιγράφουν την ιστορία ενός «πεφωτισμένου» αποικιοκράτη ή θηρευτή σε ίδια αντιστοιχία. Οι αποφάσεις και τα τολμήματα των πρωταγωνιστών εκείνων των αφηγημάτων είχαν φρικτά αποτελέσματα. Η ζωή τους πήρε μία ανάστροφη και καθ’ όλα αποκτηνωμένη πορεία γιά τον ψυχολογικό-εντός- και γεωγραφικό -εκτός- τόπο που επέλεξαν μακροπρόθεσμα ή προσωρινά να κατοικοεδρεύσουν. Γεγονός που μας φέρνει στο επόμενο ποίημα του Καίσαρα, Χαμένοι Στα Βάθη Των Τροπικών και τις τελευταίες, τέσσερις στροφές του.
…
Τώρα, απροσανατόλιστοι, περίτρομοι,
μες στων δασών την κόλαση πλανιόνται•
μόνοι, σε βρυχηθμούς θηρίων ανάμεσα,
το θάνατο προσμένουν, ένας – ένας…
Αύριον, οι ιθαγενείς, σε μια άκρη, θα ΄βρουνε
μια-δυο λευκές τους κάσκες ματωμένες,
– σύμβολα ευγενικά κάποιων που επέρασαν
οικτρών, δυστυχισμένων Ευρωπαίων…
Ίσως, κανείς – ποιος ξέρει πάλι! – ανέλπιστα
μέσα στους τόσους άλλους επιζήσει•
τα βήματά του, εκείνος, τότε, σέρνοντας
βαριά από μια σφοδρή κι άνιση πάλη,
στη μακρινή, φιλήσυχη πατρίδα του
το δέρμα μιας ωραίας θα φέρει τίγρης,
ενθύμιο από μια χώρα αγρία, απολίτιστη,
γεμάτη δέος, απώλεια κι αγωνία
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο τεράστιας σημασίας θέμα της παιδειας που διαμορφώνει εθνικές και άλλες πολιτικές στάσεις, παραγκωνίζοντας ή και αφανίζοντας βαθύτερες έννοιες περί πατρίδας και ανθρωπιάς. Κατά τη ταπεινή μου γνώμη, ένα οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα με όλες τις βαθμίδες του εν δράσει, βοηθά στη γενική ή ειδική κατάρτιση ενός ατόμου αλλά όχι απαραίτητα στη παιδεία που είναι οργανική υπόθεση και απαιτεί μία συνεχή και επίπονη καλλιέργεια. Μόνο όταν αντιμετωπίσουμε την παιδεία ως τέτοια, θα σταματήσουμε να παραμένουμε προσηλωμένοι μηχανικά και απόλυτα στα στενά επαγγελματικά και οικονομικά μας συμφέροντα. Μία διά βίου ανάπτυξη της προσωπικότητας απελευθερώνει από ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς που επισκιάζουν τη ζωή και την οδηγούν σε επικίνδυνες και απερίσκεπτες στάσεις. Η κατάκτηση της γνώσης απαιτεί έρευνα, αλλά δεν έχει σκοπό την υποδούλωσή μας ή των άλλων. Η γνώση δεν είναι πρόσχημα εκπολιτισμού και φάστ τράκ ανάπτυξης. Είναι κάτι πιό ουσιαστικό που πηγάζει από έξωθεν εμπειρίες και όχι από εσωτερικές παρορμήσεις και αυτοσχέδια τολμήματα. Σίγουρα οι μεγάλες κατακτήσεις και ανακαλύψεις επέδρασαν θετικά στη πρόοδο του πολιτισμού. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι γίναμε πιό σώφρονες, ότι δεν εξαφανίσαμε και δεν καταστρέφουμε τρόπους και τόπους ζωής στο όνομα ενός οποιουδήποτε τυχοδιωκτισμού που, δυστυχώς, δεν έχει καμία σχέση με τις πραγματικές, πλουραριστικές αξίες του πολιτισμού. Από λογιστική άποψη, η ενέργεια που καταναλώνουμε στη κατάκτηση ενός υλικού κόσμου δεν αναλογεί με το βαθμό ικανοποίησης ή ασφάλειας που αποκομίζουμε από αυτό. Δεν είναι σοφία ότι παραμένουμε διαρκώς ανήσυχοι, ακόρεστοι και ανασφαλείς. Κάποιοι μπορεί να εγκατέλειψαν την απολίτιστη ζούγκλα, φέροντες περήφανα ή κουρασμένα τα τρόπαια τους αλλά, μαζί με αυτά, κουβάλησαν και τη βαρβαρότητα μες τις πόλεις και τη …πολιτισμένη ζωή. Είναι ο απαράβατος διαλεκτικός νόμος της αλληλεπίδρασης που δεν μένει πίσω, δεν ξεχνά και δεν παραγράφεται.
Κάθε άρνηση να παραδεχτούμε αυτό το γεγονός, επιδεινώνει παρά βελτιώνει τη κατάσταση και επιζητά το επόμενο ξέσπασμα, την επόμενη κατά φαντασία «ποιοτική αλλαγή». Κάτι τέτοιο, όμως, φέρνει τον ποιητή ενώπιον συγκεκριμένων γεγονότων. Το έργο της καταγραφής και απομυθοποίησης τον αναγκάζει να λειτουργήσει και να εκφραστεί, πολλές φορές, εκτός ορίων πολιτικής ορθότητας. Σημειωτέον όμως, ότι σαν όρος, ο τελευταίος έχει αποδειχθεί κουραστικά κοινότυπος και μασκοφορεμένος. Αποτελεί ένα είδος νεοφετιχισμού και μέρος του πολιτικού λόγου που αρνείται να κατανοήσει και να αποδεχτεί τον πιό θεμιτό και δημιουργικό όρο, εκείνον του «ποιητική αδεία». Οι τελευταίοι στίχοι στο κατωτέρω παράδειγμα ποιητικής γραφής του Καίσαρα, Εκλυτη, Ενα Γρανίτινον Οραμα, ίσως και ολόκληρο το ποίημα, μπορεί να έχουν υποπέσει σε ένα τέτοιο «σοβαρό» παράπτωμα. Τουλάχιστον, όμως, το διακρίνει η αισθητική γνησιότητα ενός ακατέργαστου, πολύτιμου λίθου.
Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα, είναι πλασμένη
για των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.
Όταν την κόμη λύνοντας, μια άναστρη νύκτα απλώνει
στους ουρανούς τους πολικούς βαθύγηρων κατόπτρων,
λάμπει, μαστίγιο πύρινο των ληθαργούντων πόθων,
επίφοβη σα βάραθρο κι ωραία σαν αμαρτία.
Δεν είναι πλάσμα των φθαρτών, κρυστάλλινων ερώτων.
μιας λυρικής παραφοράς η φλόγα η θαλασσιά:
Σφίγγα ορειχάλκινη, είδωλο μιας σκοτεινής μαγείας,
για τις σκληρές προορίζεται των Ασιανών λατρείες,
για τους μοιραίους, υστερικούς φετιχισμούς των Μαύρων
Εδώ, αξίζει να παρατηρήσουμε μία τεχνική ιδιομορφία που υποδηλώνει αρκετά. Ενα γρανίτινον, πολύ υλιστικό σε ιδιοτήτα και σκληρό σε ποιότητα αλλά άϋλο και ιδιαίτερα ευμετάβλητο ως προς τη κατάσταση, όραμα. Με αυτό το τρόπο ο ποιητής μας κάνει γνωστό, από την αρχή, πως ο εσωτερικός του λυρισμός και η εμπειρία είναι από πραγματικά, ατόφια συστατικά γιά να υποκύψουν σε ένα τόσο απατηλό δέλεαρ. Σε προοιώνισμα γιά το ατελέσφορο των προσπαθειών αυτού του χαλαρού «πλάσματος» και περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του αφηγητή, έρχεται η πανέμορφη, μεταφορική δήλωση ταυτότητας του τελευταίου στη τέταρτη αράδα του ποιήματος. Η χρήση των λέξεων και ο πληθυντικός αριθμός στους «ουρανούς, πολικούς, βαθύγηρων και κατόπτρων» υπαινίσσεται ένα πνευματικά και ηλικιακά έμπειρο πρόσωπο με αισθητήρια παρατηρητικότητα πολύπλευρων κατόπτρων. Ετσι, μπορει να έλεγχει τους «ληθαργούντες πόθους» του και φυσικά, δεν έχει τη διάθεση καμίας παραζάλης και ψευδαίσθησης σε αυτό το παράταιρο παιχνίδι των εντυπώσεων. Καταθέτει την απουσία της κρυστάλλινης λεπτότητας, ευαισθησίας και λυρικής αρτίωσης σε ένα τόσο σκληρό και άπιαστο αντικείμενο ερωτισμού. Οι προκλητικές εκδηλώσεις της γυναίκας δεν συνάδουν με την απέριττη συμπεριφορά και τις πολιτισμικες του αξίες. Είναι ένα ξωτικό, μία έωλη γυναίκα που ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει λόγω του πρωτόγονου χαρακτήρα της σε σχέση με την εκλέπτυνση και ιστορική, πολιτιστική εξέλιξη της ανθρώπινης νοοτροπίας και φύσης. Στις τελευταίες, τρείς αράδες του ποιήματος, της προσδίδει καθαρά γνωρίσματα κενού ειδώλου. Ως απόρροια όλων αυτών των συλλογισμών και σε μία τελευταία προσπάθεια αντίστασης και διαχωρισμού, παίρνει την ατραπό που οδηγεί στη θέρμη των φυλετικών στερεοτύπων και έτσι, ίσως αδικεί τόσο τις δικές του προθέσεις όσο και την απήχηση του ποιήματος.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.